- μετρομανής
- -έςμανιώδης στη στιχουργική, αυτός που φροντίζει υπερβολικά τη μετρική τών ποιημάτων του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρο + -μανής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
μετρομανία — η η ιδιότητα τού μετρομανούς, η υπερβολική αγάπη και φροντίδα για τη στιχουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετρομανής (πρβλ. αγγλ. metromania). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek